ἀδύτοιο

ἀδύτοιο
ἄδυτον
neut gen sg (epic)
ἄδυτος
not to be entered
masc/fem/neut gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επικίδνημι — ἐπικίδνημι (Α) εκτείνω, εξαπλώνω, διαχέω (α. «ἀλλ’ ἴτον ἐξ ἀδύτοιο, κακοῑς δ’ ἐπικίδνατε θυμόν», Ηρόδ. β. «ὅσον τ’ ἐπικίδναται ἠώς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *κίδνημι, ενεργ. τ. τού ρ. κίδναμαι «εκτείνομαι», που απαντά μόνο εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”